κωλυτήρ

κωλυτήρ
κωλῡ-τήρ, ῆρος, ,
A = κωλυτής, τῶν ἀδικούντων Archyt.3;

θεοὶ . . τῶν κακῶν κ. Porph.

ap. Eus.PE4.9;

ἀριθμὸς κ. τῶν περαιτέρω ἐπιμορίων Iamb. in Nic.p.52

P.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κωλυτήρ — κωλυτήρ, ῆρος, ὁ (Α) [κωλύω] αυτός που εμποδίζει κάποιον ή κάτι, κωλυτής* …   Dictionary of Greek

  • κωλυτήρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλυτῆρες — κωλυτήρ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • EXTISPICES — ab extis inspiciendis dicti sunt olim Auspices, qui e victimatum in aris occisarum visceribus, ex artis suae quae Extispicina dicta est, disciplina consideratis, sutura praedicebant; de qua Cic. Extis, inquit, omnes fere utimur. Haec viguit… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κωλυτήριος — α, ο (Α κωλυτήριος, ία ον) [κωλυτήρ] αυτός που εμποδίζει κάποιον ή κάτι νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κωλυτήριο(ν) χοντρό σχοινί με το οποίο δενόταν σφιχτά το πυροβόλο στη βάση του για να αποφευχθεί ο ανατροχασμός του κατά την εκπυρσοκρότηση αρχ. το …   Dictionary of Greek

  • κωλύω — (AM κωλύω, Μ και κωλώ) εμποδίζω κάτι ή εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, δεν επιτρέπω σε κάποιον ή δεν τόν αφήνω να κάνει κάτι ή δεν επιτρέπω να γίνει κάτι (α. «ὅποι φεύγειν οὐδεὶς κωλύει νόμος», Δημοσθ. β. «μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῑν πρός με», ΚΔ γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”